ΠΡΟΣΩΠΑ*
Κείμενο: Γιάννης Φώσκολος
Φωτογραφίες: Yiannis Margetousakis (Βασίλης Παπακωνσταντίνου)
Γιάννης Πανούσης
«Ετσι είναι η ζωή μας: λεβέντικος χορός και επιστροφές»
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
«Η Σφεντόνα “γεννήθηκε” στο Βάστα»
«Ετσι είναι η ζωή μας: λεβέντικος χορός και επιστροφές»
«Ανακαλύπτεις συνήθως αυτό που πραγματικά ψάχνεις», λέει ο καθηγητής Εγκληματολογίας και Υπουργός Γιάννης Πανούσης αναφερόμενος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρκαδία. Και εξηγεί. «Η Αρκαδία, ορεινή -πεδινή, παραδοσιακή -“ευρωπαϊκή”, γεωργική-τουριστική, σου τα προσφέρει όλα και σε προτρέπει να διαλέξεις: Μαίναλο ή Λούσιο, Τεγέα ή Καρύταινα, Αστρος ή Λιμποβίτσι». Μπορεί να γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, αλλά η αρκαδική ρίζα ήταν πάντα κυρίαρχη μέσα του. Τι κρατάει άσβεστο στη μνήμη του;
«Το σπίτι στο χωριό, στη Μαγούλα της Τεγέας, τις γιαγιάδες που κάθονταν σ' έναν πεσμένο κορμό και διηγούνταν ιστορίες, τα πρωινά ακούσματα από τα βελάσματα των προβάτων και το γάβγισμα του σκύλου, τα κουρασμένα κορμιά των γεωργών με τα ροζιασμένα χέρια αλλά και με τα φωτεινά πρόσωπα, την αγωνία της μάνας που περιμένει γράμμα από το ξενιτεμένο –συνήθως στην Αμερική– παλικάρι της, το ξεφάντωμα στα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. Τελικά αυτό είναι το μυστικό της αρκαδικής γης: ότι τα παιδιά της νιώθουν αυτή την ιδιαίτερη σχέση με την πατρώα γη, με τις παραδόσεις της που μένουν ακόμα ζωντανές, με τους συνδέσμους της (Τεγεατικός, Παναρκαδική, Ενωση Τριπολιτών κ.ά.), με τους εναπομείναντες συγγενείς, ακόμα και με το αναμμένο κεράκι στους τάφους των γονιών.
Αυτή είναι η δική μου Αρκαδία, που την επισκέπτομαι όσο μπορώ συχνότερα (υπάρχει, βλέπετε, και ο Αστέρας Τρίπολης), που τη “συναντώ” στις συνήθειες των Αρκάδων φίλων μου και που μου θυμίζουν τα ανέμελα παιδικά μου καλοκαίρια στο πατρικό μας σπίτι στη Μαγούλα. Μπορεί η ζωή να μου άνοιξε άλλους δρόμους σε Ευρώπη και Ελλάδα (κυρίως στη Θράκη), αλλά πάντοτε μαζί μου κουβαλούσα τους χορούς στο πανηγύρι της Παναγιάς της Επισκοπής και τις στροφές του Αχλαδόκαμπου (γνωστού και ως “κωλοσούρτη”). Ετσι είναι η ζωή μας: λεβέντικος χορός και επιστροφές».
~~~~~~~~~~~~~~~~
«Η Σφεντόνα “γεννήθηκε” στο Βάστα»
«Γεννήθηκα σ' ένα χωριό, Τετάρτη μεσημέρι. Γιατρός δεν με ξεπέταξε, μα μιας μαμής το χέρι». Το χωριό το λένε Βάστα και βρίσκεται στην Αρκαδία, κοντά στη Μεγαλόπολη. Είναι το χωριό του ερμηνευτή και τραγουδοποιού Βασίλη Παπακωνσταντίνου. «Είναι πολύ παλιό. Επί Τουρκοκρατίας το καίγανε συνέχεια και το ξαναχτίζανε. Ετσι βγήκε το όνομά του. Από το βάστα γερά, κατακαημένο, βάστα», λέει ο αιώνιος έφηβος Βασίλης, περήφανος Αρκάς.
Γεννήθηκε στο Βάστα και μεγάλωσε εκεί μέχρι τα οκτώ. Αρκετά αργότερα, το 1992, θα γράψει τη χιλιοτραγουδισμένη «Σφεντόνα» του. «Στη Σφεντόνα αναφέρομαι στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Είναι μια βιογραφία όχι μόνο δική μου, αλλά όλων των παιδιών της ηλικίας μου από όπου κι αν προέρχονται. Ετσι ήταν τότε τα ελληνικά χωριά». Πώς; «Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, ούτε θόρυβος άλλος, παρά μόνο οι ήχοι της φύσης. Το θρόισμα των φύλλων, ο ήχος της βροχής, του ανέμου, παρέα με τις κατσίκες, τα πρόβατα, τα γαϊδούρια, οι ήχοι από τα κουδούνια των ζώων. Κι επίσης οι φωνές και τα τραγούδια των παιδιών και των μεγάλων όταν μαζεύονταν τα βράδια στα σπίτια να ξεφυλλίσουν τα καλαμπόκια, να ξεχωρίσουν το στάρι. Σε διαφορετικό σπίτι κάθε φορά. Είχε τότε 200 ανθρώπους το χωριό μας. Τώρα έχει 40».
Τα παιδικά του χρόνια τα κουβαλά πάντα μέσα του. Θυμάται τις πρώτες βουτιές σε μια τεχνητή «λίμνη» ποτιστικού νερού για τα χωράφια, κοντά στην Αγία Θεοδώρα με τα 17 δέντρα που ξεπετάγονται σαν μαλλιά από τη στέγη της. Δίπλα έχει πατρικό χωράφι. «Εκεί που ζεις τα πρώτα σου χρόνια, εκεί λαχταράς να γυρίσεις. Μαζευτήκαμε όλοι στην Αθήνα. Εγώ ποτέ μου δε λέω ότι είμαι Αθηναίος. Είμαι Αρκάς».
Ολοι αυτοί οι ήχοι του χωριού, μαζί με τις φωνές των ανθρώπων, τα τραγούδια και τα νανουρίσματα της μητέρας του, τον οδήγησαν στη μουσική. «Ηταν σαν έθιμο, κάθε οικογένεια να τραγουδά μετά το φαγητό τις Κυριακές. Ισως επειδή ήμασταν χαρούμενοι που είχαμε να φάμε κι αυτή την Κυριακή (γελά). Δεν υπήρχε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί δημοτικά και ρεμπέτικα. Εγώ ανέβαινα στα δέντρα και στα κεραμίδια για να τραγουδήσω, επειδή ήθελα να έχω ακροατήριο. Μια φορά έπεσα κιόλας από ένα δέντρο. Ημουν κάπου 5 ετών».
Του αρέσει που όλοι εγκαταλείπουν τις πόλεις και παίρνουν τα βουνά, κι ας είναι λόγω της κρίσης. «Αυτό θα είναι ό,τι καλύτερο. Οι άνθρωποι να συμφιλιωθούν ξανά με τη γη. Να δουν ορίζοντα και όχι μόνο τοίχους. Να ξανακούσουν πάλι τα πουλιά. Να φυτέψουν. Να δουν πώς βγαίνουν οι καρποί που βρίσκουν στα σούπερ μάρκετ». Εκείνος θα γυρνούσε; «Θα ήθελε η κόρη μου να ζήσει εκεί; Εγώ θα ήθελα αν ήθελε». Συχνά πυκνά όμως επισκέπτεται το πατρικό. Στο Βάστα πίνει τσιπουράκια και κρασάκι, απολαμβάνοντας τα δάση, τα βουνά και τους ήχους. Κι αν τύχει και δεν τον βλέπει κανείς, τεντώνει ξανά τη σφεντόνα του και σημαδεύει αεροπλάνα...
~~~~~~~~~~~~~~~~
Νικήτας Γκουβούσης
«Κάθε λέξη της τσακωνικής έχει ρίζα αρχαιοελληνική»
«Η τσακώνικη διάλεκτος είναι κατά τους γλωσσολόγους μια παραφθορά της αρχαίας δωρικής. Η ρίζα της φτάνει σε βάθος τουλάχιστον 3.000 χρόνων». Ο Νικήτας Γκουβούσης, συνταξιούχος δάσκαλος από τον Τυρό, είναι από τους λίγους που επιμένουν να μιλούν τσακώνικα. «Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 όλοι εδώ μιλάγαμε και σκεφτόμασταν στα τσακώνικα. Επικουρικά μόνο μιλούσαμε τη νεοελληνική».
Γεννήθηκε το 1949 στον Τυρό και μεγάλωσε στο οροπέδιο της Παλιόχωρας. «Ενας λόγιος Λεωνιδιώτης, ο Μιχαήλ Λεκκός, υποστηρίζει ότι οι Τσάκωνες είναι απόγονοι των περιοίκων, που κατοικούσαν πέριξ της Σπάρτης και διαχωρίζονταν από τους Σπαρτιάτες πολίτες και τους είλωτες. Αλλοι ιστορικοί λένε πως οι περίοικοι ζούσαν στον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο, σε δυσπρόσιτους ορεινούς οικισμούς. Γι' αυτό διατηρήθηκε η γλώσσα. Ο τόπος εδώ δεν είχε εύκολη επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Μόλις το 1958 ολοκληρώθηκε ο δρόμος Λεωνίδιο-Αργος. Μέχρι τότε με καϊκάκια πηγαίναμε Ναύπλιο, Πειραιά. Σαν ανέκδοτο λεγόταν πως είσαι κοσμογυρισμένος αν είχες πάει μέχρι το Λεωνίδιο».
Κάθε λέξη της τσακωνικής, λέει, έχει ρίζα αρχαιοελληνική. «Το ψωμί το λέμε άντε από το άρτος. Τσ' εσ' ποίου, σημαίνει τι κάνεις; Το νερό είναι υό από το ύδωρ. Το καλά, σκέτο κα. Οι Τσάκωνες σαν Δωριείς ήταν ολιγαρκείς κι η γλώσσα τους λιτή. Διατηρεί τις βασικές ρίζες και κάνει γρήγορη την επικοινωνία».
Αυτό που τον γοητεύει στα τσακώνικα είναι η μεγαλοπρέπειά τους. «Η εκφορά στηρίζεται στην παρατεταμένη χρήση φωνηέντων κι αυτό δίνει ποιητικότητα και μεγαλοπρεπή στόμφο. Ο χρόνος στην αρχαία εποχή δεν ήταν πιεστικός. Οι άνθρωποι μιλούσαν αργά και παραστατικά. Το 1958 σε μια εκδρομή στους Δελφούς οι τουρίστες νόμιζαν πως μιλούσαμε κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα»... Σήμερα, δυστυχώς, είναι μουσειακό στοιχείο. «Και οι ίδιοι που μεγαλώσαμε με τη γλώσσα την εγκαταλείψαμε». Το επίσημο κράτος την πολέμησε κάποτε με σθένος. «Στο σχολείο ο δάσκαλος μας απαγόρευε να μιλάμε τσακώνικα. Με βέργες προσπαθούσαν να επιβάλουν την εκρίζωση της γλώσσας. Ούτε υποπτεύονταν την αξία της σαν ζωντανό κειμήλιο πολιτισμού που διατηρήθηκε για χιλιετίες». Ο,τι δεν κατάφερε η βέργα το κατάφερε η τηλεόραση...
________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου